Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

αναμνήσεις προκάτ άνοιξης: Ε΄ - εγώ ειμί η οδός




εγώ ειμί η οδός
του Βασίλη Πολύζου

und das Schiff mit acht Segeln
und mit fünfzig Kanonen
wird beschießen die Stadt

wat is de Spiel??

ιδού εγώ Seamus the Famous
φυσιοδίφης επί ξύλου κρεμάμενος
ιδού εγώ Orlando Furioso
επίσκοπος της πενθέκτης Συνόδου
επί ξυρού ακμής αναρριχώμενος
ιδού εγώ Emil Kafka
περιμένοντας το ουράνιο τόξο
να φέρει μια μικρή Judy Garland
με τραγούδια παστέλ παστοράλ
πάνω σε λουλουδένια αιώρα
ιδού εγώ Coitus Interruptus Emeritus
God’s non-stop gift to women
καθηγητής στο LSE διδάξας
επί σειράν ετών το μάθημα
a broad overview of the
worldwide growth of whoring
και ποιά η ευθύνη μου ως βροχοποιού
που δεν μπόρεσα να κρατήσω
μήτε ένα σύννεφο
πάνω απ’την άνυδρη ετούτη μέρα
ήρεμη σαν πουκάμισο νεκρού
ίδιο κενό στα παράθυρα
ίδιοι σκοτωμένοι γλάροι στο σαλόνι
κι αυτό το απόρθητο φως
στο πρόσωπο της Κοντεσίνας
είναι το φως των προβολέων
η δε γλώσσα μου στο βυθό
του ουρανίσκου της
εξ ου η δρόσος απέσταξεν
σε μικρούς ηδονικούς κόμπους
χαίρε η καιομένη και χαίρε η χλωρή
and she an arch-dyke
staying at the arch-duke’s, her cousin's
γιατί μόνο μια φορά
θα σου δοθεί η Σαπφώ in vivo
κατά την παρέλαση των κύκνων
στη δεντροστοιχία
και ο πoλιός ζωγράφος θα χαιρετήσει
υποκλινέστατος die Matrosen
mit den weissen Hosen
so hush little baby don’t you cry
το πρόσωπό σου θα λιτανέψουν
οικιστήρες και πολιούχοι άγιοι
κουβαλώντας το ύπτιο καλοκαίρι
άχρι θανάτου utópia/uchrónia
φυτεύοντας γιγαbytes σιωπής
παρά τας διεξόδους των υδάτων
κι ο σπίνος κι η σουσουράδα θα κριθούν
πεπτωκότες άγγελοι
causes of corruption in EU countries
και μόνη μου ελπίς και παραμυθία
in saecula saeculorum
το μαγικό κατάλευκο βουνό
που αντίκρυσα απρόσμενα ένα πρωί
μπροστά στο παράθυρο του ξενοδοχείου
στο λιμάνι του Ελσίνκι

για κοίτα είπε η Κρισταμπέλ
είναι ένα καράβι χιονισμένο
με οχτώ πανιά και πενήντα κανόνια
που έφτασε ακροπατώντας μες στη νύχτα

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

εγώ ειμί η οδός → Κατά Ιωάννην, ιδ΄, 6.

und das Schiff mit acht Segeln….→ Bertolt Brecht, Drei Groschen Roman
(Träume eines Küchenmädchens).

Seamus the Famous,φυσιοδίφης...→ Seamus Heaney, Death of a Naturalist.

LSE : συντομογραφία του London School of Economics.

εξ ου η δρόσος απέσταξε… Πρβλ. Ιωσήφ υμνογράφου, Κανών του Ακαθίστου
Ύμνου, Ωδή στ΄:
Εκ σου η δρόσος απέσταξε...

χαίρε η καιομένη...→ Οδ. Ελύτης, Το Άξιον Εστί (Το Δοξαστικόν):
Χαίρε η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή...

staying at the arch-duke’s, her cousin’s → T. S. Eliot, The Waste Land,
στιχ. 13 – 14:
And when we were children, staying at the arch-duke’s,
My cousin’s…

so hush little baby…→ George Gershwin, Summertime.

παρά τας διεξόδους των υδάτων → Πέτρου Πελοποννησίου (θ.1777)
Πολυέλεος «Μακάριος ανήρ» → Δαβίδ, Ψαλμός α΄, 3:
Και έσται ως το ξύλον το πεφυτευμένον
παρά τας διεξόδους των υδάτων...

Κρισταμπέλ βλ. DIZZILAND (αναβαθμοί, siffleur, φαρμακολύτρια).


εγώ ειμί η οδός (και οι σημειώσεις)
το πέμπτο άσμα

από το βιβλίο αναμνήσεις προκάτ άνοιξης
του Βασίλη Πολύζου
, εκδ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2006

εικόνα: I love graffiti
μια αφίσα του Βασίλη Πολύζου
(2006)
για την έκδοση του βιβλίου


Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Creole Moon / αποτύπωμα


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΟΛΥΖΟΣ
αποτύπωμα


αναδύθηκε
τα μαλλιά της έσταζαν φεγγάρι
κρατούσε
δυο φτερά τυλιγμένα σε σελοφάν

ποιος θα με φροντίσει
είπε
τόσα μηνύματα στέλνει η σιγανή βροχή
κι ο άνεμος γράφει κάθε μέρα
στο πρόσωπό μου
είμαι ένα συναξάρι
είμαι η βαϊοφόρος
είμαι η γραφή πάνω στην άμμο
που δεν πρόλαβες να διαβάσεις

συναντηθήκαμε
στον αυτοκινητόδρομο
μάταια ψάχνοντας για το μοτέλ
ή για τα μάτια μιας γάτας
μέσα στο σκοτάδι

ποιος θα σε φροντίσει είπε
σε λίγο ξημερώνει
θα χαθούμε

αποτύπωμα, ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
από το βιβλίο Κρεολή Σελήνη
εκδ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2010

Creole Moon, μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2011


Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Ηλιακό Ποδήλατο / εκστρατεία (η εκδοχή του αδειανού πουκάμισου)







εκστρατεία

στην κορφή του ανεμοδείχτη ο αλέκτωρ
λάλησε τρεις φορές
φυσώντας ο βοριάς αλάτι
in memoriam

δέκα οργιές πέρα απ’ την ακτή
αφήσαν οι συντρόφοι τα κομμένα χέρια τους
στην κουπαστή
και κολυμπούσαν ύπτιοι κατά την Τροία

stormy weather, boys,
φώναζε μεθυσμένος από ομίχλη ο ναύκληρος
ξεχάσαμε το καραβόσκυλο στην ξέρα
και τώρα θα γυρίζει αδέσποτο μες στη βροχή
μυρίζοντας ένα ένα τ’ αρμυρίκια
ώσπου να του σφυρίξει απ’ το παλάτι η Ελένη

εκστρατεία, ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
από το βιβλίο Ηλιακό ποδήλατο, ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2003

Ελένη, μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2007

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

Αιμιλίου παραινέσεις: Don't Jump the Queue



Don't Jump the Queue

ιού ιού ιού
my friend don’t jump the queue
my friend don’t jump the queue
ιού ιού ιού

my friend take my cue
my friend don’t jump the queue
’cause others may jump you
ιού ιού ιού

Don't Jump the Queue
παραινετικόν ποιημάτιον
του Βασίλη Πολύζου 2011
(εξ αγαθής προαιρέσεως)

Emilius blue in the face
a photo by Helen

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Κρεολή Σελήνη / ΤΡΑΓΟΥΔΙ



ΤΡΑΓΟΥΔΙ

αφιέρωση

από ξένον τόπο
κι απ’ αλαργινό
ήρθ’ ένα κορίτσι
δώδεκα χρονώ

το όνομά μου είπε
είναι Λίζα the Lizard

μικρά θαύματα γίνονται
κάθε μέρα

αρκεί να φυσήξει αύρα λεπτή
κι οι λεμονιές στον κήπο
θα ψιθυρίσουν δεκαπεντασύλλαβο

κι η βροχή θ’ αφήσει τα κοτσιδάκια της
να στεγνώσουν στον ήλιο

και την ώρα που η άμμος
γίνεται χρυσάφι
στα δάχτυλα του δειλινού
κλείνω κάτω από τα βλέφαρά μου
γαρδένια
χρυσάνθεμο
αζαλέα
και μπιγκόνια

ΤΡΑΓΟΥΔΙ, ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
από το βιβλίο Κρεολή Σελήνη
έκδ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2010

εικόνα ΚΡΕΟΛΗ ΣΕΛΗΝΗ
, μια αφίσα του Βασίλη Πολύζου
για την έκδοση του βιβλίου 2010

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Το ταξίδι του Αιμίλιου στην Έρημη Χώρα / ραθυμία






ΡΑΘΥΜΙΑ

ραθυμία κατέσχε με
ό γέγραπται γέγραπται

και σύ; ανέγνως;

ανέγνως την φιλοκαλίαν των βασανισμών;
ανέγνως την φιλαλληλίαν των βασανιστών;

ανέγνως το ικετήριον των βιασμών;
ανέγνως το ιλαστήριον των βιαστών;

ανέγνως την σποράν των διαμελισθέντων;
ανέγνως την συγκομιδήν των σφαγιασθέντων;

ανέγνως τα sacrosancta exterminaria;
ανέγνως της σπάθης τα ευλογητάρια;

ανέγνως τους ολολυγμούς των σειρήνων;
ανέγνως το εγχειρίδιον των θρήνων;

ανάγνωθι και γνώθι σαυτόν
you lecteur ignoramus
you pompous ass
you cocksucker
you motherfucker

ραθυμία, ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
από το βιβλίο Το Ταξίδι του Αιμίλιου στην Έρημη Χώρα
(ΕΡΙΦΥΛΗ 2008)

εικόνα επάνω:
το εξώφυλλο της έκδοσης
(το κόσμημα νηπενθή φιλοτεχνήθηκε από τον ποιητή)

εικόνα κάτω: αφίσα του ποιητή (2008) για την έκδοση


Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

BREAKING NEWS! Η Standard & Poor’s υποβάθμισε το νόμισμα της Διζιλάνδης!



ΔΙΖΙΛΑΝΔΗ

Παγκόσμια αναστάτωση προκαλεί η υποβάθμιση
του νομίσματος της Διζιλάνδης, στην οποία προχώρησε
αιφνιδιαστικά απόψε η Standard & Poor’s.
Ως γνωστόν, το νόμισμα αυτό ισχύει χωρίς κλυδωνισμούς
από το έτος 216, όταν το έθεσε για πρώτη φορά
σε κυκλοφορία ο Αιμίλιος-Emilius σε χρυσή και χάλκινη έκδοση
(δείτε εικόνα επάνω).

Ζητήσαμε ένα σχόλιο από τον Αιμίλιο, ο οποίος παραθερίζει μεν,
αλλά δέχτηκε να μας μιλήσει από το κινητό του.

Μας δήλωσε επί λέξει τα εξής:
Τους έγραψα και τους γράφω συνεχώς.
Παρατηρώ όμως, ότι δεν πιάνει το μελάνι!

Και συνέχισε με ένα σύντομο στιχάκι:

Θα δώσουν στο ζητιάνο
μια ευχή παραπάνω
στο γύφτο με την αρκούδα
δυο κάλπικα σκούδα.

Από τον Ταχυδρόμο της Διζιλάνδης
7 Αυγούστου 2011
έκτακτο βραδινό δελτίο

(του ανταποκριτή μας Βασίλη Πολύζου)

Χρυσό και χάλκινο νόμισμα της Διζιλάνδης
εικαστικό του Βασίλη Πολύζου

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Τα καλοκαίρια του Αιμίλιου (3): Στη Jumièges, στο κρησφύγετο της κοντέσας de Cagliostro









ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ !

του ανταποκριτή μας Βασίλη Πολύζου
Jumieges, 2.8.2011

Όπως έίναι γνωστό, στα 1924 ο Maurice Leblanc, πατέρας
του πασίγνωστου αρχιλωποδύτη, αλλά και γνωστού ελεήμονος
και ευεργέτη Arsene Lupin, συνάντησε στην κωμόπολη Jumieges
της βόρειας Γαλλίας τη διαβόητη κοντέσα Καλιόστρο
(La Comptesse de Cagliostro) με την οποία συνέζησε
εν παρανομία και κραιπάλη για ένα ολόκληρο έτος.
Οι συναντήσεις των δύο εραστών πραγματοποιούνταν
στο σπίτι όπου διέμενε εκείνο το χρόνο ο Maurice,
αλλά και στον κήπο του ερειπωμένου αββαείου της Jumieges.

Το καλοκαίρι του 1925 η Καλιόστρο εγκατέλειψε άσπλαχνα
τον Μωρίς, φεύγοντας νύχτα για τη Διζιλάνδη, όπου και εγκαταστάθηκε,

και τότε εκείνος έγραψε τον επίλογο της ιστορίας
τον οποίο και δημοσιεύω κατωτέρω, κυρίως για τους γαλλομαθείς.

Αλλά η ιστορία της κοντέσας Καλιόστρο
δεν τελειώνει εδώ. Ο πραγματικός επίλογος γράφτηκε
από τον Αιμίλιο, τον Άνθρωπο από τη Διζιλάνδη.
Υπήρχαν φήμες, ότι η κοντέσα εμφανιζόταν κάποιες
περίεργες ώρες στον κήπο του αββαείου. Το μυστήριο
ανέλαβε να διαλευκάνει ο δαιμόνιος Αιμίλιος, ο οποίος
το περασμένο καλοκαίρι μετά από επίμονη έρευνα
κατόρθωσε να συναντήσει την κοντέσα Καλιόστρο
στο κρησφύγετό της (δείτε φωτογραφίες επάνω) .


La Comtesse de Cagliostro/Épilogue
by Maurice Leblanc
1924

Épilogue
Comme le supposait bien Raoul, tout le vaste système d’intrigues tendu pour la capture du trésor fabuleux, resta dans l’ombre. Le suicide de Beaumagnan, les aventures de la Pellegrini, la personnalité mystérieuse de la comtesse de Cagliostro, sa fuite, le naufrage du Ver-Luisant, autant de faits divers que la justice ne put pas ou ne voulut pas relier les uns aux autres. Le mémoire du cardinal-archevêque fut détruit ou disparut. Les associés de Beaumagnan se désunirent et ne parlèrent pas. On ne sut rien.

À plus forte raison, le rôle de Raoul, dans toute cette affaire, ne pouvait être soupçonné et son mariage passa inaperçu. Par quel prodige réussit-il à se marier sous le nom de vicomte d’Andrésy ? Sans doute doit-on attribuer ce tour de force aux moyens d’action formidables que lui donnaient les deux poignées de pierres précieuses prélevées sur le trésor. Avec cela… on achète bien des complicités.

Et c’est de même ainsi évidemment que le nom de Lupin se trouva un jour escamoté. Sur aucun registre d’état civil, sur aucune pièce authentique, il ne fut plus question d’Arsène Lupin, ni de son père Théophraste Lupin. Légalement, il n’y eut plus que le vicomte Raoul d’Andrésy, lequel vicomte partit en voyage à travers l’Europe avec la vicomtesse, née Clarisse d’Étigues.

Deux événements marquèrent cette époque. Clarisse mit au monde une fille qui ne vécut point. Et, quelques semaines plus tard, elle apprenait la mort de son père.

Godefroy d’Étigues, en effet, et son cousin Bennetot périrent au cours d’une promenade en barque. Accident ? Suicide ? Les deux cousins, dans les derniers temps de leur vie, passaient pour fous, et l’on admit généralement qu’ils s’étaient tués. Il y eut aussi la version du crime, et l’on s’entretint d’un yacht de plaisance qui aurait coulé la barque et se serait enfui. Mais point de preuve.

En tout état de cause, Clarisse ne voulut pas toucher à la fortune de son père. Elle en fit don à des institutions de charité.

Des années encore s’écoulèrent, années charmantes et insouciantes.

Raoul tenait l’une des promesses qu’il avait faites à Clarisse : elle fut profondément heureuse.

L’autre promesse, il ne la tint pas : il ne fut pas honnête.

Cela, il ne le pouvait pas. Il avait dans le sang le besoin de prendre, de combiner, de mystifier, de duper, de s’amuser aux dépens d’autrui. Il était, d’instinct, contrebandier, flibustier, maraudeur, pirate, conspirateur, et surtout chef de bande. En outre, à l’école de la Cagliostro, il s’était rendu compte, avec un certain orgueil, des qualités vraiment exceptionnelles qui le mettaient hors de pair. Il croyait à son génie. Il s’attribuait des droits à une destinée fantastique, en opposition avec la destinée de tous les hommes qui vivaient en même temps que lui. Il serait au-dessus de tous. Il serait le maître.

À l’insu donc de Clarisse et, sans que jamais la jeune femme eût le moindre soupçon, il monta des entreprises et réussit des affaires où, de plus en plus, s’affirma son autorité et se développèrent ses dons réellement surhumains.

Mais avant tout, se disait-il, le repos et la félicité de Clarisse ! Il respectait sa femme. Qu’elle fût et qu’elle se sût l’épouse d’un voleur, cela il ne l’admit pas.

Leur bonheur dura cinq ans. Au début de la sixième année, Clarisse mourut des suites d’une couche. Elle laissait un fils appelé Jean.

Or, le surlendemain, ce fils disparut, sans que le moindre indice permît à Raoul de découvrir qui avait pu pénétrer dans la petite maison d’Auteuil qu’il habitait ni comment on avait pu y pénétrer.

Quant à savoir d’où le coup provenait, là-dessus aucune hésitation. Raoul, qui ne doutait pas que le naufrage des deux cousins n’eût été provoqué par la Cagliostro, Raoul qui, depuis, avait appris en outre que Dominique était mort empoisonné, Raoul considéra comme établi que la Cagliostro avait organisé l’enlèvement.

Son chagrin le transforma. N’ayant plus ni femme ni fils pour le retenir, il se jeta résolument dans la voie où l’entraînaient tant de forces. Du jour au lendemain, il fut Arsène Lupin. Plus de réserve. Plus de ménagements. Au contraire. Du scandale, des provocations, de l’arrogance, un étalage de vanité et de gouaillerie, son nom sur les murs, sa carte de visite dans les coffres-forts : Arsène Lupin, quoi !

Mais, que ce fût sous ce nom, ou sous les noms divers qu’il s’amusait à prendre, qu’il se fît appeler comte Bernard d’Andrésy (il avait dérobé les papiers d’un cousin de sa famille, mort à l’étranger) ou Horace Velmont, ou colonel Sparmiento, ou duc de Charmerace, ou prince Sernine, ou don Luis Perenna, toujours et partout, au milieu de tous ses avatars et sous tous les masques, il cherchait la Cagliostro, et il cherchait son fils Jean.

Il ne retrouva pas son fils. Il ne revit jamais Joséphine Balsamo.

Vivait-elle encore ? Osait-elle se risquer en France ? Continuait-elle à persécuter et à tuer ? Devait-il admettre, en ce qui le concernait, que la menace éternellement dirigée contre lui, depuis la minute même de la rupture, aboutirait à quelque vengeance plus cruelle que l’enlèvement de son enfant ?

Toute la vie d’Arsène Lupin, folles entreprises, épreuves surhumaines, triomphes inouïs, passions démesurées, ambitions extravagantes, tout cela devait se dérouler avant que les événements lui permissent de répondre à ces questions redoutables.

Et ainsi se fait-il que sa première aventure se renoua, plus d’un quart de siècle après, à ce qu’il lui plait de considérer aujourd’hui comme sa dernière aventure.