Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011
Edgar Allan Poe, The Bells / Το Φεγγάρι πάνω από το Λιβάδι
Edgar Allan Poe
The Bells
Για την Ελένη
I
Hear the sledges with the bells -
Silver bells!
What a world of merriment their melody foretells!
How they tinkle, tinkle, tinkle,
In the icy air of night!
While the stars that oversprinkle
All the heavens, seem to twinkle
With a crystalline delight;
Keeping time, time, time,
In a sort of Runic rhyme,
To the tintinnabulation that so musically wells
From the bells, bells, bells, bells,
Bells, bells, bells -
From the jingling and the tinkling of the bells.
II
Hear the mellow wedding bells -
Golden bells!
What a world of happiness their harmony foretells!
Through the balmy air of night
How they ring out their delight! -
From the molten - golden notes,
And all in tune,
What a liquid ditty floats
To the turtle - dove that listens, while she gloats
On the moon!
Oh, from out the sounding cells,
What a gush of euphony voluminously wells!
How it swells!
How it dwells
On the Future! - how it tells
Of the rapture that impels
To the swinging and the ringing
Of the bells, bells, bells -
Of the bells, bells, bells, bells,
Bells, bells, bells -
To the rhyming and the chiming of the bells!
III
Hear the loud alarum bells -
Brazen bells!
What a tale of terror, now, their turbulency tells!
In the startled ear of night
How they scream out their affright!
Too much horrified to speak,
They can only shriek, shriek,
Out of tune,
In a clamorous appealing to the mercy of the fire,
In a mad expostulation with the deaf and frantic fire,
Leaping higher, higher, higher,
With a desperate desire,
And a resolute endeavor
Now - now to sit, or never,
By the side of the pale - faced moon.
Oh, the bells, bells, bells!
What a tale their terror tells
Of Despair!
How they clang, and clash and roar!
What a horror they outpour
On the bosom of the palpitating air!
Yet the ear, it fully knows,
By the twanging,
And the clanging,
How the danger ebbs and flows;
Yet the ear distinctly tells,
In the jangling,
And the wrangling,
How the danger sinks and swells,
By the sinking or the swelling in the anger of the bells -
Of the bells -
Of the bells, bells, bells, bells,
Bells, bells, bells -
In the clamor and the clanging of the bells!
IV
Hear the tolling of the bells -
Iron bells!
What a world of solemn thought their monody compels!
In the silence of the night,
How we shiver with affright
At the melancholy menace of their tone!
For every sound that floats
From the rust within their throats
Is a groan.
And the people - ah, the people -
They that dwell up in the steeple,
All alone,
And who, tolling, tolling, tolling,
In that muffled monotone,
Feel a glory in so rolling
On the human heart a stone -
They are neither man nor woman -
They are neither brute nor human -
They are Ghouls: -
And their king it is who tolls: -
And he rolls, rolls, rolls,
Rolls
A paean from the bells!
And his merry bosom swells
With the paean of the bells!
And he dances, and he yells;
Keeping time, time, time,
In a sort of Runic rhyme,
To the paean of the bells: -
Of the bells:
Keeping time, time, time
In a sort of Runic rhyme,
To the throbbing of the bells -
Of the bells, bells, bells: -
To the sobbing of the bells: -
Keeping time, time, time,
As he knells, knells, knells,
In a happy Runic rhyme,
To the rolling of the bells -
Of the bells, bells, bells -
To the tolling of the bells -
Of the bells, bells, bells, bells,
Bells, bells, bells, -
To the moaning and the groaning of the bells.
εικόνα:
"Το Φεγγάρι πάνω από το Λιβάδι"
μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2005
Κυριακή 27 Μαρτίου 2011
Βασίλης Πολύζος, έξοδος / πετώντας πάνω απ΄ τη μουδιασμένη πόλη
.
..........έξοδος
.
Ο παιδικός μας φίλος ο Αιμίλιος
Αλαφροΐσκιωτος εκ γενετής
Ραβδοσκόπος αφελών δαιμονίων
Γεωγράφος ενάλιων αστερισμών
Ποντοπόρος Θούλη-Κολχίδα καθ’ εκάστην
στο πλευρό του πειρατή Λονγκ Τζων Σίλβερ
Ομοτράπεζος του Χαλίφη της Βαγδάτης
Εραστής της παρθένου Σουλαμίτιδος
Ομιλητής σε άδειες αίθουσες αναμονής
Συνταξιούχος κλόουν στα τριάντα του
.
ζεύει κάθε πρωί δυο ρόδες ήλιο
στο κρεβάτι του
πιάνει τα γκέμια, σπιρουνίζει
τ’ άξιο άτι του
πετάει πάνω απ’ τη μουδιασμένη πόλη
ορθοπεταλιά
παίρνει μαζί του βόλτα ένα
σύννεφο πουλιά
το νεροκότσυφα, την καλημάνα
το σπουργίτι
το στραβολαίμη, τη σβαρνίστρα
τον πετρίτη
το φιδαϊτό, την παπαδίτσα
την αλκυόνα
το σφυριχτάρι, τη χιονάδα
την τρυγόνα
το συκοφάγο, τη σταρήθρα
το ψαρόνι
τον τρυποφράχτη, το λευκοτσικνιά
τ’ αηδόνι
την καρδερίνα, τη χρυσότσιχλα
τον κλειδωνά
τον πύρρουλα, το γκιόνη
τα πετροχελίδονα.
.
Ο παιδικός μας φίλος ο Αιμίλιος
χάθηκε ένα πρωί με τη φυρονεριά
αφήνοντας στην άμμο ένα ξύλινο ποδάρι.
.
έξοδος, ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
από το βιβλίο DIZZILAND, εκδ. ΕΡΙΦΥΛΗ 2001 .
.
πετώντας πάνω απ' τη μουδιασμένη πόλη,
μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2011
Ετικέτες
εικαστικά του Βασίλη Πολύζου,
DIZZILAND
Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011
Vassilis Polyzos, Woozy Sun
Woozy Sun
at least for the next hour
we’ll entertain great hopes
that our expatriate brother
the collector of mushrooms
will return to the fatherland
rich in static electricity
we’ll entertain great hopes
that our expatriate brother
the collector of mushrooms
will return to the fatherland
rich in static electricity
one of the co-crucified will speak for him
pointing to the sunken trees
to the hairy roots that move sluggishly under water
like nets
we are confident he will not fear
the deceitful beacons and the shoals
except for those
he carried within himself through the terminal phase
id est
unknown words growing in shadowy places
beyond the scale A to Z
whistlings of nostalgic trains
distorted poems in concave mirrors
that is
nothing that can’t be cured
by burning incense to St Logic
pointing to the sunken trees
to the hairy roots that move sluggishly under water
like nets
we are confident he will not fear
the deceitful beacons and the shoals
except for those
he carried within himself through the terminal phase
id est
unknown words growing in shadowy places
beyond the scale A to Z
whistlings of nostalgic trains
distorted poems in concave mirrors
that is
nothing that can’t be cured
by burning incense to St Logic
yet…
« ήλιος με δόντια», “Woozy Sun”, ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
translated into English by the author © Βασίλης Πολύζος 2002
ηλιοβασίλεμα, μιαζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου, 2005
« ήλιος με δόντια», “Woozy Sun”, ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
translated into English by the author © Βασίλης Πολύζος 2002
ηλιοβασίλεμα, μιαζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου, 2005
Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011
από τα "απέθαντα" του Αιμίλιου: ρυθμίσεις
ρυθμίσεις
ανά μίαν διαμαρτυρίαν
θα επιβάλλωνται δέκα σιωπαί
ανά δύο ιχθύς
θα αφαιρούνται πέντε άρτοι
ανά τρεις κατάρας
θα αναπέμπωνται πέντε δοξολογίαι
ανά πέντε λέξεις
θα περικόπτωνται δύο ρήματα
και μία πρόθεσις
ανά επτά κηδείας
θα θάπτωνται επτά ζώντες
I’ll be home for Christmas
ανά μίαν διαμαρτυρίαν
θα επιβάλλωνται δέκα σιωπαί
ανά δύο ιχθύς
θα αφαιρούνται πέντε άρτοι
ανά τρεις κατάρας
θα αναπέμπωνται πέντε δοξολογίαι
ανά πέντε λέξεις
θα περικόπτωνται δύο ρήματα
και μία πρόθεσις
ανά επτά κηδείας
θα θάπτωνται επτά ζώντες
I’ll be home for Christmas
ρυθμίσεις
ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
από το βιβλίο Ηλιακό Ποδήλατο
από το βιβλίο Ηλιακό Ποδήλατο
εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2003
Emilius posing as Count Drakula
Emilius posing as Count Drakula
an image by Vassilis Polyzos 2011
Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011
βασίλης πολύζος, παγκόσμια νύχτα ποίησης, αφιέρωση
.
ποιήματα
να ορίσω την απεραντοσύνη του χιονιού
με τέσσερεις μολυβιές
να κλείσω χιλιάδες κρυστάλλινα ελάφια
μέσα σε τοίχους σοβαροφανείς
βεβαίως δεν είναι σκόπιμος
ο διάλογος μ’ένα ρολόι
η εμμονή του στους κανόνες της στίξης
νεκρώνει το λόγο μου πριν της ώρας του
κι ο τοίχος είναι πάντα τοίχος
(ας μην καταφρονούμε τ’αυτονόητα)
μα αν τον γκρεμίσουμε τί
θα βάλουμε πάνω στις ρίζες του
η φύση μας απεχθάνεται το κενό
ίσως έρθουν φαντάσματα νυχτόβια
να κατοικήσουν στον αδέσμευτο χώρο
η Αλφάβητος αντεσταμμένη
η Γάτα με τις εννιά ουρές
κι ο κουτσοπόδαρος τσαγκάρης
που φτειάχνει μόνο αριστερά παπούτσια
με απεριόριστη σεξουαλική έπαρση
θα ξελογιάσει τις γυναίκες μας
Βασίλης Πολύζος, ποιήματα
Ηλιακό Ποδήλατο, εκδ,. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2003
οδοιπορικό
σε λίγο φτάνουμε
είπε η Κρισταμπέλ
η Κρισταμπέλ
Mutter Erde
των αγγέλων χαρμονή
σούπερ μίνι φούστα
άφλεκτος βάτος
ασημένιο τσαντάκι
κρεμαστό στον ώμο
νεφέλη ολόφωτη
όχι φιλιά στο στόμα
σε λίγο φτάνουμε
είπε η Κρισταμπέλ
ξεπερνώντας το μη περαιτέρω
αφήνοντας πίσω μας τις σκυθρωπές θεότητες
άλλες με το δάχτυλο απαγορευτικό
μπροστά στο στόμα
κι άλλες με το κεφάλι στην παρένθεση των χεριών
ακολουθούσαμε την οδηγία της δίγλωσσης ταμπέλας
ad absurdum και ελληνιστί εις άτοπον
σ’ ένα δρόμο ξερό σαν σεντόνι
απλωμένο στο βοριά
και πιο πέρα
τα σκουριασμένα χωράφια
παραδομένα στο χέρσο ηλιοβασίλεμα
σε λίγο φτάνουμε
είπε η Κρισταμπέλ
στο Ξενοδοχείο των Ποιητών
Βασίλης Πολύζος, οδοιπορικό
μια δεύτερη ανάγνωση του ποιητή Κ* και άλλα αμφίδρομα
εκδ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2008
Κυριακή 20 Μαρτίου 2011
Γιώργος Σεφέρης, Νιζίνσκι / Nijinski by V.Polyzos
ΝΙΖΙΝΣΚΙ
Παρουσιάστηκε καθώς κοίταζα στο τζάκι μου τ' αναμμένα
κάρβουνα. Κρατούσε στα χέρια ένα μεγάλο κουτί κόκκινα
σπίρτα. Μου το 'δειξε σαν τους ταχυδακτυλουργούς που
βγάζουν από τη μύτη του διπλανού μας ένα αβγό. Τράβηξε
ένα σπίρτο, έβαλε φωτιά στο κουτί, χάθηκε πίσω από μια
πελώρια φλόγα, κι ύστερα στάθηκε μπροστά μου. Θυμάμαι
το βυσσινί του χαμόγελο και τα γυαλένια του μάτια.
Ένα οργανέτο στο δρόμο χτυπούσε ολοένα την ίδια νότα.
Δεν ξέρω να πω τι φορούσε. Μ' έκανε να συλλογίζομαι
επίμονα ένα πορφυρό κυπαρίσσι. Σιγά σιγά τα χέρια του
άρχισαν να ξεχωρίζουν από το τεντωμένο του κορμί σε
σταυρό. Από πού μαζεύτηκαν τόσα πουλιά; Θα 'λεγες
πως τα είχε κρυμμένα κάτω από τις φτερούγες του. Πετούσαν
αδέξια, παλαβά, με ορμή -χτυπούσαν πάνω στους τοίχους
της στενής κάμαρας, πάνω στα τζάμια, και στρώνανε
το πάτωμα σα χτυπημένα. Ένιωθα στα πόδια ένα
ζεστό στρώμα από πούπουλα και σφυγμούς να φουσκώνει.
Τον κοίταζα με μια παράξενη θέρμη που κυρίευε το κορμί
μου σαν κυκλοφορία. Όταν τέλειωσε να υψώνει τα χέρια,
όταν οι παλάμες του άγγιξαν η μια την άλλη, έκανε ένα
ξαφνικό πήδημα, σα να είχε σπάσει το ελατήριο του
ρολογιού μπροστά μου. Χτύπησε στο ταβάνι που ήχησε
μονοκόμματα μ' έναν ήχο κυμβάλου, τέντωσε το δεξί του χέρι,
έπιασε το σύρμα της λάμπας, κουνήθηκε λιγάκι, αφέθηκε,
κι άρχισε να γράφει μέσα στο σκοτεινό φως, με το κορμί
του τον αριθμό 8. Το θέαμα αυτό με ζάλισε και σκέπασα
με τα δυο μου χέρια το πρόσωπό μου. Έσφιγγα το σκοτάδι
πάνω στα βλέφαρά μου, ακούγοντας το οργανέτο που
εξακολουθούσε ακόμη στην ίδια νότα κι έπειτα σταμάτησε
απότομα. Ένας ξαφνικός αέρας με χτύπησε, παγωμένος.
Ένιωσα τα πόδια μου ξυλιασμένα. Άκουσα ακόμη ένα
χαμηλό και βελουδένιο ήχο φλογέρας, κι αμέσως έπειτα,
ένα στρωτό και παχύ πλατάγισμα. ΄Ανοιξα τα μάτια. Τον
είδα πάλι να πατά με τα νύχια σε μια κρουσταλλλένια σφαίρα,
στη μέση της κάμαρας, κρατώντας στο στόμα ένα αλλόκοτο
πράσινο σουραύλι, που το κυβερνούσαν τα δάχτυλά του,
σα να ήταν εφτά χιλιάδες. Τα πουλιά τώρα ξανα-
ζωντάνευαν με μια εξωφρενική τάξη, υψωνόντουσαν,
σμίγανε, σχηματίζανε μια χοντρή συνοδεία που θα
μπορούσες να την αγκαλιάσεις, και βγαίναν προς τη νύχτα,
από το παράθυρο που δεν ξέρω πως, βρέθηκε ανοιχτό.
Όταν δεν απόμεινε πια ούτε μισή φτερούγα, εκτός από
μια πνιγερή μυρωδιά κυνηγιού, αποφάσισα να τον
κοιτάξω κατά πρόσωπο. Πρόσωπο δεν υπήρχε- πάνω από
το πορφυρό κορμί, θα 'λεγες ακέφαλο, καμάρωνε μια μαλα-
ματένια προσωπίδα, από εκείνες που βρέθηκαν στους
μυκηναϊκούς τάφους, μ' ένα μυτερό γένι που άγγιζε την
τραχηλιά. Προσπάθησα να σηκωθώ. Δεν είχα κάνει την
πρώτη κίνηση, κι ένας κατακλυσμιαίος ήχος, σαν να είχαν
σωριαστεί μια στοίβα τάσια σε νεκρώσιμο εμβατήριο με
κάρφωσε στη θέση μου. Ήταν η προσωπίδα. Το πρόσωπό
του φανερώθηκε πάλι, όπως το είδα στην αρχή, τα μάτια,
το χαμόγελο και κάτι που τώρα παρατηρούσα για πρώτη
φορά: το λευκό δέρμα τεντωμένο από δυο κατάμαυρα
τσουλούφια που το δάγκωναν μπροστά στ' αυτά.
Δοκίμασε να πηδήξει, μα δεν είχε πια την ευκινησία του
την πρώτη. Θαρρώ μάλιστα πως σκόνταψε σ' ένα βιβλίο
πεσμένο κατά τύχη και γονάτισε με το ένα γόνατο.
Μπορούσα τώρα να τον κοιτάξω με προσοχή. Έβλεπα τους
πόρους στο δέρμα του να βγάζουν ψιλές στάλες ιδρώτα. Κάτι
σα λαχάνιασμα με βάραινε. Προσπάθησα να εξηγήσω
γιατί τα μάτια του μου είχαν φανεί τόσο περίεργα.
Τα 'κλεισε. ΄Εκανε να σηκωθεί, μα θα είταν τρομερά δύσκολο,
γιατί φαινόταν ν' αγωνίζεται να μαζέψει όλη του τη
δύναμη, χωρίς να μπορεί να καταφέρει τίποτε. Απεναντίας
γονάτισε και με το άλλο γόνατο. Έβλεπα το άσπρο δέρμα
τρομερά χλωμό. προς ένα κίτρινο φιλντισί, και τα μαύρα
μαλλιά σα πεθαμένα. Μολονότι βρισκόμουνα μπροστά
σε μιά αγωνία, είχα το συναίσθημα πως είμουν καλύτερα,
πως είχα κάτι νικήσει.
Δεν πρόφταξα να ανασάνω και τον είδα, ολότελα
πεσμένο χάμω, να βυθίζεται μέσα σε μια πράσινη παγόδα
που είναι ζωγραφισμένη πάνω στο χαλί μου.
Γιώργος Σεφέρης
κάρβουνα. Κρατούσε στα χέρια ένα μεγάλο κουτί κόκκινα
σπίρτα. Μου το 'δειξε σαν τους ταχυδακτυλουργούς που
βγάζουν από τη μύτη του διπλανού μας ένα αβγό. Τράβηξε
ένα σπίρτο, έβαλε φωτιά στο κουτί, χάθηκε πίσω από μια
πελώρια φλόγα, κι ύστερα στάθηκε μπροστά μου. Θυμάμαι
το βυσσινί του χαμόγελο και τα γυαλένια του μάτια.
Ένα οργανέτο στο δρόμο χτυπούσε ολοένα την ίδια νότα.
Δεν ξέρω να πω τι φορούσε. Μ' έκανε να συλλογίζομαι
επίμονα ένα πορφυρό κυπαρίσσι. Σιγά σιγά τα χέρια του
άρχισαν να ξεχωρίζουν από το τεντωμένο του κορμί σε
σταυρό. Από πού μαζεύτηκαν τόσα πουλιά; Θα 'λεγες
πως τα είχε κρυμμένα κάτω από τις φτερούγες του. Πετούσαν
αδέξια, παλαβά, με ορμή -χτυπούσαν πάνω στους τοίχους
της στενής κάμαρας, πάνω στα τζάμια, και στρώνανε
το πάτωμα σα χτυπημένα. Ένιωθα στα πόδια ένα
ζεστό στρώμα από πούπουλα και σφυγμούς να φουσκώνει.
Τον κοίταζα με μια παράξενη θέρμη που κυρίευε το κορμί
μου σαν κυκλοφορία. Όταν τέλειωσε να υψώνει τα χέρια,
όταν οι παλάμες του άγγιξαν η μια την άλλη, έκανε ένα
ξαφνικό πήδημα, σα να είχε σπάσει το ελατήριο του
ρολογιού μπροστά μου. Χτύπησε στο ταβάνι που ήχησε
μονοκόμματα μ' έναν ήχο κυμβάλου, τέντωσε το δεξί του χέρι,
έπιασε το σύρμα της λάμπας, κουνήθηκε λιγάκι, αφέθηκε,
κι άρχισε να γράφει μέσα στο σκοτεινό φως, με το κορμί
του τον αριθμό 8. Το θέαμα αυτό με ζάλισε και σκέπασα
με τα δυο μου χέρια το πρόσωπό μου. Έσφιγγα το σκοτάδι
πάνω στα βλέφαρά μου, ακούγοντας το οργανέτο που
εξακολουθούσε ακόμη στην ίδια νότα κι έπειτα σταμάτησε
απότομα. Ένας ξαφνικός αέρας με χτύπησε, παγωμένος.
Ένιωσα τα πόδια μου ξυλιασμένα. Άκουσα ακόμη ένα
χαμηλό και βελουδένιο ήχο φλογέρας, κι αμέσως έπειτα,
ένα στρωτό και παχύ πλατάγισμα. ΄Ανοιξα τα μάτια. Τον
είδα πάλι να πατά με τα νύχια σε μια κρουσταλλλένια σφαίρα,
στη μέση της κάμαρας, κρατώντας στο στόμα ένα αλλόκοτο
πράσινο σουραύλι, που το κυβερνούσαν τα δάχτυλά του,
σα να ήταν εφτά χιλιάδες. Τα πουλιά τώρα ξανα-
ζωντάνευαν με μια εξωφρενική τάξη, υψωνόντουσαν,
σμίγανε, σχηματίζανε μια χοντρή συνοδεία που θα
μπορούσες να την αγκαλιάσεις, και βγαίναν προς τη νύχτα,
από το παράθυρο που δεν ξέρω πως, βρέθηκε ανοιχτό.
Όταν δεν απόμεινε πια ούτε μισή φτερούγα, εκτός από
μια πνιγερή μυρωδιά κυνηγιού, αποφάσισα να τον
κοιτάξω κατά πρόσωπο. Πρόσωπο δεν υπήρχε- πάνω από
το πορφυρό κορμί, θα 'λεγες ακέφαλο, καμάρωνε μια μαλα-
ματένια προσωπίδα, από εκείνες που βρέθηκαν στους
μυκηναϊκούς τάφους, μ' ένα μυτερό γένι που άγγιζε την
τραχηλιά. Προσπάθησα να σηκωθώ. Δεν είχα κάνει την
πρώτη κίνηση, κι ένας κατακλυσμιαίος ήχος, σαν να είχαν
σωριαστεί μια στοίβα τάσια σε νεκρώσιμο εμβατήριο με
κάρφωσε στη θέση μου. Ήταν η προσωπίδα. Το πρόσωπό
του φανερώθηκε πάλι, όπως το είδα στην αρχή, τα μάτια,
το χαμόγελο και κάτι που τώρα παρατηρούσα για πρώτη
φορά: το λευκό δέρμα τεντωμένο από δυο κατάμαυρα
τσουλούφια που το δάγκωναν μπροστά στ' αυτά.
Δοκίμασε να πηδήξει, μα δεν είχε πια την ευκινησία του
την πρώτη. Θαρρώ μάλιστα πως σκόνταψε σ' ένα βιβλίο
πεσμένο κατά τύχη και γονάτισε με το ένα γόνατο.
Μπορούσα τώρα να τον κοιτάξω με προσοχή. Έβλεπα τους
πόρους στο δέρμα του να βγάζουν ψιλές στάλες ιδρώτα. Κάτι
σα λαχάνιασμα με βάραινε. Προσπάθησα να εξηγήσω
γιατί τα μάτια του μου είχαν φανεί τόσο περίεργα.
Τα 'κλεισε. ΄Εκανε να σηκωθεί, μα θα είταν τρομερά δύσκολο,
γιατί φαινόταν ν' αγωνίζεται να μαζέψει όλη του τη
δύναμη, χωρίς να μπορεί να καταφέρει τίποτε. Απεναντίας
γονάτισε και με το άλλο γόνατο. Έβλεπα το άσπρο δέρμα
τρομερά χλωμό. προς ένα κίτρινο φιλντισί, και τα μαύρα
μαλλιά σα πεθαμένα. Μολονότι βρισκόμουνα μπροστά
σε μιά αγωνία, είχα το συναίσθημα πως είμουν καλύτερα,
πως είχα κάτι νικήσει.
Δεν πρόφταξα να ανασάνω και τον είδα, ολότελα
πεσμένο χάμω, να βυθίζεται μέσα σε μια πράσινη παγόδα
που είναι ζωγραφισμένη πάνω στο χαλί μου.
Γιώργος Σεφέρης
Νιζίνσκι
από το Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937)
πηγή: ΠΟΙΗΜΑΤΑ εκδ. ΙΚΑΡΟΣ (18η έκδοση)
από το Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937)
πηγή: ΠΟΙΗΜΑΤΑ εκδ. ΙΚΑΡΟΣ (18η έκδοση)
NIJINSKI
μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2011
(από τη σειρά "Cool Flames")
(από τη σειρά "Cool Flames")
Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011
Βασίλης Πολύζος, amazing grace / The Solar Bicycle
.
amazing grace
......στη Νένη Λ.
πέντε μερόνυχτα
φυσούσε αδιάκοπα Σέριφο
ήταν τα πλοία της γραμμής
ΒΟΗΘΕΙΑ HELP HILFE
που αράξανε ψηλά στη χώρα Αραράτ
φορτωμένα σιδερίτη
μας έκλεισε ο καιρός
αν άπλωνες ξανά το χέρι σου (είπα)
ν’αγγίξεις απαλά αυτές τις πέτρες
που ανάσαιναν μόνο για χάρη σου
σα νεογέννητα μωρά
μες στις θαλασσινές σπηλιές
Βασίλης Πολύζος, amazing grace
από το βιβλία Ηλιακό ποδήλατο
εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2003
The Solar Bicycle, μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2005
......στη Νένη Λ.
πέντε μερόνυχτα
φυσούσε αδιάκοπα Σέριφο
ήταν τα πλοία της γραμμής
ΒΟΗΘΕΙΑ HELP HILFE
που αράξανε ψηλά στη χώρα Αραράτ
φορτωμένα σιδερίτη
μας έκλεισε ο καιρός
αν άπλωνες ξανά το χέρι σου (είπα)
ν’αγγίξεις απαλά αυτές τις πέτρες
που ανάσαιναν μόνο για χάρη σου
σα νεογέννητα μωρά
μες στις θαλασσινές σπηλιές
Βασίλης Πολύζος, amazing grace
από το βιβλία Ηλιακό ποδήλατο
εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2003
The Solar Bicycle, μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2005
Τρίτη 15 Μαρτίου 2011
Ερωτικός Σικελιανός, Δωρικό
Δωρικό
Με κόμη θερισμένη ως τον αυχένα
Σαν του Δωριέα Απόλλωνα, τα μέλη
Στη στενή κλίνη εκράτει παγωμένα
Μες σε βαριά αξεδιάλυτη νεφέλη.
Άδειασ’ η Αρτέμιδα όλα της τα βέλη─
Και λίγο ακόμα αν ήτανε παρθένα,
Την ηδονή κλειδώνανε, σφιμμένα,
Σαν κρύα κερήθρα τα παρθένα σκέλη.
Καθώς στου στίβου μέσα τον αγώνα
Πίθωνε ο νιος απάνω της το γόνα,
Μύρα αλειμμένος, όπως για την πάλη,
Κι αν έσπαε των χεριών της τ’ αντιστύλια,
Μ’ άργειαν πολύ, με όμια κραυγή, τα χείλια
Να σμίξουν κι’ απ’ τους ίδρωτες η αγκάλη.
'Αγγελος Σικελιανός
Λυρικός Βίος, Δωρικό
φωτο: Άγγελος Σικελιανός
Σαν του Δωριέα Απόλλωνα, τα μέλη
Στη στενή κλίνη εκράτει παγωμένα
Μες σε βαριά αξεδιάλυτη νεφέλη.
Άδειασ’ η Αρτέμιδα όλα της τα βέλη─
Και λίγο ακόμα αν ήτανε παρθένα,
Την ηδονή κλειδώνανε, σφιμμένα,
Σαν κρύα κερήθρα τα παρθένα σκέλη.
Καθώς στου στίβου μέσα τον αγώνα
Πίθωνε ο νιος απάνω της το γόνα,
Μύρα αλειμμένος, όπως για την πάλη,
Κι αν έσπαε των χεριών της τ’ αντιστύλια,
Μ’ άργειαν πολύ, με όμια κραυγή, τα χείλια
Να σμίξουν κι’ απ’ τους ίδρωτες η αγκάλη.
'Αγγελος Σικελιανός
Λυρικός Βίος, Δωρικό
φωτο: Άγγελος Σικελιανός
Ετικέτες
Η Ποίηση που διάλεξα,
Holy Ghosts,
photos,
Poems I value
Κυριακή 13 Μαρτίου 2011
Η Κρισταμπέλ Ενώπιον Ερωτικών Ποιητών Θερμοκηπίου / La Femme at Moulin Rouge
.
.
Η Κρισταμπέλ Ενώπιον
Ερωτικών Ποιητών Θερμοκηπίου
η Κρισταμπέλ
ως στοματική θεραπαινίς
τελειωμένη?
spent?
done?
kaput?
χωρίς τη γλώσσα του σώματος?
χωρίς τους ρυθμούς μεταξύ ομφαλού και εφήβαιου?
με εκκρεμή ερωτήματα κλειτορίδος
πριν βγει ο ήλιος?
στο μισοσκόταδο?
και τί προς υμάς?
η Κρισταμπέλ σε πρωινή αφή ποδηλάτου
κυκλικής στύσεως
εγκλωβισμένη σε κάθετη πτήση στεναγμών
άχθος αγγέλων?
και τί προς υμάς?
η Κρισταμπέλ ως αιφνίδιος άνεμος στο τούνελ
στροβιλίζοντας αναιδή ποιήματα στην έξοδο
καρδερίνα
whistler
siffleuse αιδοίου αναθρώσκοντος?
και τί προς υμάς?
η Κρισταμπέλ doggie style?
η Κρισταμπέλ up against the wall?
η Κρισταμπέλ ως ανέφικτη πάρδαλις
στις λινάτσες της αποθήκης?
Ερωτικών Ποιητών Θερμοκηπίου
η Κρισταμπέλ
ως στοματική θεραπαινίς
τελειωμένη?
spent?
done?
kaput?
χωρίς τη γλώσσα του σώματος?
χωρίς τους ρυθμούς μεταξύ ομφαλού και εφήβαιου?
με εκκρεμή ερωτήματα κλειτορίδος
πριν βγει ο ήλιος?
στο μισοσκόταδο?
και τί προς υμάς?
η Κρισταμπέλ σε πρωινή αφή ποδηλάτου
κυκλικής στύσεως
εγκλωβισμένη σε κάθετη πτήση στεναγμών
άχθος αγγέλων?
και τί προς υμάς?
η Κρισταμπέλ ως αιφνίδιος άνεμος στο τούνελ
στροβιλίζοντας αναιδή ποιήματα στην έξοδο
καρδερίνα
whistler
siffleuse αιδοίου αναθρώσκοντος?
και τί προς υμάς?
η Κρισταμπέλ doggie style?
η Κρισταμπέλ up against the wall?
η Κρισταμπέλ ως ανέφικτη πάρδαλις
στις λινάτσες της αποθήκης?
.
και τί προς υμάς?
Η Κρισταμπέλ Ενώπιον
Ερωτικών Ποιητών Θερμοκηπίου
ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου © 2010
Ερωτικών Ποιητών Θερμοκηπίου
ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου © 2010
.
La Femme at Moulin Rouge,
μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2008
Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011
Αιμιλίου dicta (6): κάθε φορά / tsunami
Αιμιλίου dicta (6)
κάθε φορά που σφάζουν
ο γραφιάς ξύνει τα μολύβια του
είπε ο Αιμίλιος
από το βιβλίο 12+1 μοναχικά ποιήματα
του Βασίλη Πολύζου (ΕΡΙΦΥΛΗ 2005)
κάθε φορά που σφάζουν
ο γραφιάς ξύνει τα μολύβια του
είπε ο Αιμίλιος
από το βιβλίο 12+1 μοναχικά ποιήματα
του Βασίλη Πολύζου (ΕΡΙΦΥΛΗ 2005)
tsunami, εικαστικό του Βασίλη Πολύζου 2011
Τρίτη 8 Μαρτίου 2011
Αιμιλίου dicta (5): καταμεσήμερο
Αιμιλίου dicta (5)
καταμεσήμερο
σου βάζει ο ίσκιος σου τρικλοποδιά
είπε ο Αιμίλιος
Βασίλης Πολύζος, καταμεσήμερο
από το βιβλίο Επίλογοι και άλλα Κεκραγάρια
Εριφύλη 1999
καταμεσήμερο
ο Αιμίλιος στη Σέριφο
photo by Neni L.
Ετικέτες
Αιμιλίου dicta,
Επίλογοι και άλλα Κεκραγάρια,
p,
photos
Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011
Αιμιλίου dicta (4): ανώφελα φτερά
Αιμιλίου dicta (4)
τα φτερά είναι ανώφελα σε κενό αέρος
είπε ο Αιμίλιος
Βασίλης Πολύζος, DIZZILAND 2001
από το ποίημα ω αφελέστατε
Αιμίλιος Αποφθεγματικός
μια εικαστική σύνθεση του Βασίλη Πολύζου 2003
Ετικέτες
Αιμιλίου dicta,
εικαστικά του Βασίλη Πολύζου,
DIZZILAND
Σάββατο 5 Μαρτίου 2011
Αιμιλίου dicta (3): κοιτάζοντας το δάσος / δρυάδες
Αιμιλίου dicta (3)
κοιτάζοντας το δάσος
χάσαμε τα δέντρα
είπε ο Αιμίλιος
"κοιτάζοντας το δάσος"
από το βιβλίο Επίλογοι και άλλα Κεκραγάρια
εικόνα: "δρυάδες"
photo by Vassilis Polyzos 2002
Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011
Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011
Αιμιλίου dicta (1): αλλαγή στην Κοκκινοσκουφίτσα
.
.
.
Αιμιλίου dicta (1)
αφιέρωση
αφιέρωση
.
Ναι, Κυρά μου! Θα αλλάξουμε την Κοκκινοσκουφίτσα
για να σου κάνουμε το χατίρι, είπε ο Αιμίλιος.
.
η αλλαγμένη Κοκκινοσκουφίτσα
για να σου κάνουμε το χατίρι, είπε ο Αιμίλιος.
.
η αλλαγμένη Κοκκινοσκουφίτσα
μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2007
Ετικέτες
Αιμιλίου dicta,
εικαστικά του Βασίλη Πολύζου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)