ω αφελέστατε
Τω καιρώ εκείνω ο Γενάρης άφηνε κάθε πρωί στην πόρτα μας
Τω καιρώ εκείνω ο Γενάρης άφηνε κάθε πρωί στην πόρτα μας
ένα καλάθι ζουμερά κούμαρα κι
ύστερα ερχόταν στο παράθυρο,
έτριβε με το γούνινο μανίκι
του το τζάμι και μας κοίταζε
χαμογελώντας, ενίοτε έκοβε απ’
το ασημένιο ακροκέραμο
του έλατου ένα κρούσταλλο και
το ρουφούσε με αγαλλίαση.
Στη στρωμένη σάλα είχαμε
σύναξη τα παιδιά, διασκεδάζαμε
φτύνοντας πάνω στο καπάκι της
σόμπας, το σάλιο έτρεχε
πέρα δώθε τσιτσιρίζοντας στο
πυρωμένο μαντέμι, ώσπου να
ξεψυχήσει γράφοντας μια
σύντομη αμοιβάδα.
Τι ανοησίες είναι αυτές,
μας μάλωνε από το ανατολικό ντιβάνι,
λύνοντας τα κοτσιδάκια της, με
το φουστάνι ανεβασμένο
ανέμελα ως το μυχό των μηρών,
η όμορφη ξαδέρφη μας,
η Ερωτηίς, γεννημένη 6 του
Οκτώβρη (Ερωτηίδος μάρτυρος),
στα δεκαπέντε της εσωτερική
στις ουρσουλίνες, ποιος πίστευε
πως θα τη χάναμε μέσα σε τρία χρόνια χτυπημένη απ’ τον
πως θα τη χάναμε μέσα σε τρία χρόνια χτυπημένη απ’ τον
καρκίνο.
Εν πάση περιπτώσει, την
περασμένη εβδομάδα έφυγε πλήρης
ημερών και ο παππούς, δυστυχώς
ξεχάσαμε στην τσέπη
του γιλέκου του το κουρδιστό
ρολόι με τη χρυσή καδένα,
το πήρε, είπαμε, μαζί στον
τάφο του ο γερο-τσιγγούνης και
τώρα θα περνάει τις ώρες του τυλίγοντας το χρόνο γύρω του
άχρηστο αραχνοπάνι.
τώρα θα περνάει τις ώρες του τυλίγοντας το χρόνο γύρω του
άχρηστο αραχνοπάνι.
Τα φτερά, συμπέρανε ο
Αιμίλιος, είναι ανώφελα σε κενό αέρος.
ω αφελέστατε
ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
από το βιβλίο DIZZILAND,
εκδ. Εριφύλη 2001
ω αφελέστατε
ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
από το βιβλίο DIZZILAND,
εκδ. Εριφύλη 2001
ερμής ψυχοπομπός
μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου
2013
μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου
2013