…………………………………………..
ήταν άλλοι καιροί
ήταν άλλοι καιροί
κλεισμένοι σε χρησμούς που δεν αλήθεψαν
σε λόγια που τα πήρε η Ηχώ και τα γύρισε ανάποδα
κάθε που σήμαινε όρθρος ή εσπερινός
απ’ το Κωδωνοστάσιο της Αγίας Φωτεινής
ψιχάλιζε άχνη ασημιού στους ελαιώνες της Άνω
Γατζέας
κι η θάλασσα φορώντας τα γλαυκά της με ταξίδευε
τοίχο με τοίχο ως το Τρίκερι
κι ως τη Βαρειά κι ως την Καπερναούμ
παράλιον πόλιν της Τιβεριάδος
κι απέναντί μου ίδιο γαλάζιο η Νεκρά Θάλασσα
μ’ ένα μικρό καΐκι κλειδωμένο στη σιωπή της
στην κουπαστή πέντε φιγούρες ξέμειναν
ακίνητες στο αεί
δείχνοντας ώρα δώδεκα
η όστρια έφαγε το μέσα του προσώπου τους
άφησε μόνο το περίγραμμα μιας ικεσίας
και τις τρεμουλιαστές σκιές μες στο νερό
που μόλις τις αγγίξεις με το βλέμμα χάνονται
τους ξέρω, λες, πετούσαμε μαζί
πριν κάψει ο ήλιος τα φτερά τους
τη μέρα του Ευαγγελισμού χαμογελούν ακόμη ανέμελα
στη σχολική φωτογραφία
μα έχω ξεχάσει πια τα ονόματά τους
ίσως γιατί τα ξέχασαν κι αυτοί
στο πλήρωμα του χρόνου
οι μνήμες είναι ασήκωτες
είπε ο πορθμέας στρίβοντας τσιγάρο
θα μου βούλιαζαν τη σκαμπαβία
ήταν άλλοι καιροί που ανοίγαμε το μουσαφίρ-οντά
στα χελιδόνια
και το πρωί στρώναμε χρώματα
στο αλφαβητάρι του ήλιου συλλαβίζοντας
αγιόκλημα και μέντα κι άγριο γιασεμί
και δυοσμαρίνι στα βυζιά των κοριτσιών
μέρα Απριλιού κινήσαμε
για την αντίπερα επιφάνεια των παραμυθιών
για την αντίπερα επιφάνεια των παραμυθιών
σφραγίζοντας στη μεσαυλή
τη βρύση με τ’ αθάνατο νερό
χάθηκαν τ’ αρχοντόσπιτα πάνω στο λόφο
που διαπέρασε ξιφήρης ο ήλιος μυριάκις
οι πέτρες οι πελεκητές έριξαν τις φολίδες τους
τα κεραμίδια ζάρωσαν στον αέρα
τα σπιτόφιδα πήραν το δρόμο της γουστέρας
πίσω απ’ τα σταροχώραφα
θ’ αφήσω, είπες, μόνο έναν βραδινό φεγγίτη
για την κουκουβάγια
και για το γυρισμό θα ιστορήσω
ανέσπερα σημάδια στον ορίζοντα
κατά τη Δύση έναν μικρό ακτινωτό τροχό
κι απάνω του το χρόνο καθ’ ομοίωσιν παιδός
με δυο καρφιά στα χέρια κι άλλα δυο στα πόδια
και κατά την Ανατολή έναν μπαξέ
με χλωροφορμισμένους κατιφέδες
έμαθα τέχνες μαγικές τρίβοντας στο γουδί
φύλλα ροδιάς και κρόκο αυγού
κι απ’ τα πλοκάμια της νυχτός λουλάκι
και τώρα ξέρω να διαβάζω το ρολόι των δέντρων
και τα ανεξίτηλα όστρακα στ’ αρχεία των βράχων
και τα βότσαλα μόλις τα βρέξω σε θαλασσινό νερό
κι όταν χτυπήσω παλαμάκια τρεις φορές
ανοίγει ο ουρανός σαν άρραφος χιτώνας
από πάνω έως κάτω
μια απέραντη τοιχογραφία γραμμένη σε ειλητάριο
φλογός
την ώρα του μεσημεριού
………………………………………………
Βασίλης Πολύζος
δέος ίσχετε μηδέν όσ’ αυδώ
το Ζ΄άσμα (απόσπασμα)
από το βιβλίο
αναμνήσεις προκάτ άνοιξης
εκδ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2006
Ηχώ
εικαστικό του Βασίλη Πολύζου 2012.
ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ !
………………………………………………
Βασίλης Πολύζος
δέος ίσχετε μηδέν όσ’ αυδώ
το Ζ΄άσμα (απόσπασμα)
από το βιβλίο
αναμνήσεις προκάτ άνοιξης
εκδ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2006
Ηχώ
εικαστικό του Βασίλη Πολύζου 2012.
ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου