τι πρωινό κι αυτό
ανάμεσα σε δυο απέραντες σκιές
μία εκ δεξιών και μία εξ ευωνύμων
όταν έπεσε η τάση των ονείρων στο μηδέν
κι έτρεχαν τα αινίγματα πλημμύρα απ’ το πατάρι
όπου είχα στοιβάξει ένα τσούρμο θεούς
δεμένους πισθάγκωνα δίπλα στο θερμοσίφωνο
(ήταν ανυπόφορη η αυθάδεια
κι η γεροντική τους βουλιμία
προ του εγκλεισμού τους)
τους κατέβασα μουσκεμένος ως το κόκαλο
και πού να βρω τόπο να τους βολέψω
τόσα βιβλία φύτρωναν ήδη μέσα μου
ασφυκτικά δάση βροχής
κλωνάρια κατάφορτα με θηλές
που δεν τις ευλόγησαν στόματα νηπίων
στην κουζίνα
η γάτα είχε τα μάτια του πατέρα μου
γεμάτα πρωινές δοξολογίες
γαλανούς ψαλμούς που ταξίδευαν
δίπλα στο ρυάκι
σε δρόμους φρυγικούς
με το γραμμόφωνο να παίζει Μαρσύα και Ύαγνι
μικρές δίνες γύρω από ένα παιχνιδιάρικο άχυρο
στον κήπο
ανά μέσον του σκότους
και ανά μέσον του φωτός
ο συλλέκτης μικρών αγγέλων
μάζεψε όλα τα κοτσύφια
πετώντας ψίχουλα στον αέρα
δυστυχώς
δεν έμαθα ποτέ
τη νοηματική γλώσσα των πουλιών
η γάτα είχε τα μάτια του πατέρα μου
γεμάτα πρωινές δοξολογίες
γαλανούς ψαλμούς που ταξίδευαν
δίπλα στο ρυάκι
σε δρόμους φρυγικούς
με το γραμμόφωνο να παίζει Μαρσύα και Ύαγνι
μικρές δίνες γύρω από ένα παιχνιδιάρικο άχυρο
στον κήπο
ανά μέσον του σκότους
και ανά μέσον του φωτός
ο συλλέκτης μικρών αγγέλων
μάζεψε όλα τα κοτσύφια
πετώντας ψίχουλα στον αέρα
δυστυχώς
δεν έμαθα ποτέ
τη νοηματική γλώσσα των πουλιών
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΟΛΥΖΟΣ
φαγκότο με ράμφος
ένα ποίημα από τη συλλογή "προς ρωμαίους"
© 2002-2003
υαλογράφημα
εικαστικό του Βασίλη Πολύζου
2004